- γαῖσος
- γαῖσοςjavelinmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γαίσος — γαῑσος και γαισός, ο και γαῑσον, το (Α) είδος σιδερένιου ακοντίου με πλατιά αιχμή (που το χρησιμοποιούσαν οι Ίβηρες, οι Καρχηδόνιοι, οι Κελτοί και οι Λίβυες). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γαίσος όπως και η λατ. gaesum είναι δάνεια γαλατικής προελεύσεως. Ο ελλ.… … Dictionary of Greek
γαίσους — γαῖσος javelin masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαίος — ὁ, και χαῑος, τὸ, Α καμπύλη βακτηρία, η γκλίτσα τών βοσκών. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αμφβλ. γένους και αβέβαιης ετυμολ. Παρά την γλώσσα τού Λεξ. Σούδα χαιός ἡ ῥάβδος, το ουσ. πρέπει μάλλον να θεωρηθεί ουδ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για δάνεια λ … Dictionary of Greek
γαίσον — το (Α) βλ. γαίσος … Dictionary of Greek
γαῖσον — javelin neut nom/voc/acc sg γαῖσος javelin masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαίσων — γαῖσον javelin neut gen pl γαῖσος javelin masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαίσῳ — γαῖσον javelin neut dat sg γαῖσος javelin masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)